Метроном στα ελληνικά

Μετάφραση: метроном, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μητρόπολη, μετρονόμος, μετρονόμου, μετρονόμο, του μετρονόμου, metronome
Метроном στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • метро στα ελληνικά - υπόγειος, σωλήνας, μετρό, το μετρό, του μετρό, Metro
  • метрологія στα ελληνικά - μετρητής, μετρολογίας, μετρολογία, μετρολογική, της μετρολογίας, τη μετρολογία
  • мету στα ελληνικά - φιλοδοξία, γκολ, βλέψη, αντικείμενο, στόχος, αντιτείνω, στοχεύω, ...
  • метушитися στα ελληνικά - αναστάτωση, φασαρία, ταραχή, κόπο, θόρυβο, θόρυβος
Τυχαίες λέξεις
Метроном στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μητρόπολη, μετρονόμος, μετρονόμου, μετρονόμο, του μετρονόμου, metronome