Λέξη: διαμάχη
Σχετικές λέξεις: διαμάχη
διαμάχη αγγλικα, διαμάχη αθηνάς και ποσειδώνα, διαμάχη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων, διαμάχη στα αγγλικά, διαμάχη συνώνυμα, διαμάχη καζαντζίδη νικολόπουλου, διαμάχη συνώνυμο, διαμάχη στέλιου καζαντζίδη χρήστου νικολόπουλου, διαμάχη στέλιου καζαντζίδη - χρήστου νικολόπουλου 1998, διαμάχη αθηνάς ποσειδώνα
Συνώνυμα: διαμάχη
αγών, πάλη, διένεξη, φιλινικία, έριδα, συζήτηση, αμφισβητώ, σύγκρουση, αντίθεση, αντίκρουση, σκαρφάλωμα, άτακτος αγών, καυγάς, ισχυρισμός, αγώνας, φιλονικία
Μεταφράσεις: διαμάχη
διαμάχη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
confrontation, controversy, conflict, dispute, strife, debate
διαμάχη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confrontación, pleito, disputa, polémica, contienda, controversia, conflicto, conflictos, los conflictos, de conflictos, el conflicto
διαμάχη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auseinandersetzung, streit, gegenüberstellung, kontroverse, Konflikt, Konflikts, Konflikten
διαμάχη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
controverse, confrontation, discussion, polémique, querelle, contestation, conflit, différend, litige, débat, dispute, contention, conflits, les conflits, un conflit, des conflits
διαμάχη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disputa, contesa, controversia, conflitto, conflitti, dei conflitti, il conflitto, di conflitto
διαμάχη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
controvérsia, conflito, conflitos, de conflitos, o conflito, conflito de
διαμάχη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
twist, controverse, polemiek, conflict, strijd, conflicten, van conflicten, het conflict
διαμάχη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сличение, стычка, ссора, противоборство, противоречие, конфронтация, сопоставление, дискуссия, столкновение, разногласие, полемика, спор, прение, конфликт, конфликта, конфликтов, конфликты, конфликтом
διαμάχη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strid, konflikt, konflikten, konflikter
διαμάχη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konflikt, konflikten, konflikter
διαμάχη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastustus, ristiriita, väittely, tappelu, kiista, riita, yhteenotto, haaste, konflikti, konfliktin, konfliktien, konfliktiin
διαμάχη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
strid, skænderi, konflikt, konflikten, konflikter
διαμάχη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
polemika, diskuse, konfrontace, spor, kontroverze, debata, konflikt, konfliktu, konfliktů, střet, střetu
διαμάχη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konfrontacja, dysputa, polemika, spór, konflikt, konfliktu, konfliktów, konfliktom, konflikty
διαμάχη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szembesítés, összeütközés, viszály, konfliktus, konfliktusok, konfliktust
διαμάχη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekişme, mücadele, kavga, çatışma, çakışma, çatışması, çakışması, uyuşmazlık
διαμάχη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
протиборство, безперечно, співставлення, протиріччя, звірення, безспірно, спор, полеміка, конфлікт, конфлікту
διαμάχη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konflikt, konflikti, konflikti i, konflikt i, e konflikteve
διαμάχη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полемика, конфронтация, конфликт, конфликти, на конфликти, конфликта, противоречие
διαμάχη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канфлікт
διαμάχη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastasseis, dispuut, konfrontatsioon, väitlus, vaidlus, konflikt, konflikti, konfliktide, vastuolus, vastuolu
διαμάχη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sukob, spor, obračun, polemika, rasprava, raspravljanje, spora, sukoba, konflikt, sukobu, sukobi
διαμάχη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
átök, átökin, átökum, stangast, stangast á
διαμάχη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
polemika, ginčas, konfliktas, konfliktų, konflikto, konfliktą, konfliktai
διαμάχη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strīds, diskusija, konflikts, konfliktu, konflikta, kolīziju, konflikti
διαμάχη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конфликт, конфликтот, конфликти, судир, на конфликти
διαμάχη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ceartă, conflict, conflictelor, conflictului, conflictul, conflicte
διαμάχη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
polemika, spor, konflikt, konfliktov, sporov, konflikta
διαμάχη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
polemika, spor, konflikt, konfliktu, konflikty, konflikte