Λέξη: μοδίστρα

Σχετικές λέξεις: μοδίστρα

μοδίστρα αθήνα, μοδίστρα τιμές, μοδίστρα αγία παρασκευή, μοδίστρα χαλάνδρι, μοδίστρα μαρούσι, μοδίστρα γλυφάδα, μοδίστρα θεσσαλονίκη, μοδίστρα νυφικών τιμη, μοδίστρα βριλήσσια, μοδίστρα νυφικών

Συνώνυμα: μοδίστρα

οχετός, υπόνομος, ράπτης, ράπτων, καλλιτέχνις μοδίστρα, καλλιτέχνις καπέλου, ράφτρα, ράπτρια

Μεταφράσεις: μοδίστρα

μοδίστρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dressmaker, seamstress, sempstress, sewer, a seamstress

μοδίστρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
costurera, modista, la costurera, costura, costurera de

μοδίστρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Näherin, Schneiderin, seamstress

μοδίστρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couturière, tailleur, ouvrière couturière, de couturière, couturière de, couturier

μοδίστρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sarta, cucitrice, seamstress, sartina, della cucitrice

μοδίστρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
costureira, seamstress, da costureira, a costureira

μοδίστρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naaister, seamstress

μοδίστρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
модельер, портниха, швея, швеи, швеей, белошвейки

μοδίστρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
syerske, sydame, seamstress, skredder, syersken

μοδίστρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sömmerska, seamstress, sömmerskan, seamstressen, sömmerska för

μοδίστρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ompelijatar, ompelija, seamstress, ompelijan

μοδίστρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
syerske, Syersken, Syersken har, seamstress

μοδίστρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
švadlena, krejčí, krejčová, švadlenu, švadlenou, dámskou krejčovou, seamstress

μοδίστρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krawiec, krawcowa, szwaczka, seamstress, krawcową, szwaczki

μοδίστρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
varrónő, varrónőként, varrónõt, varrónőnek

μοδίστρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
terzi, seamstress, bir terzi, kadın terzi, Kadın terzisi

μοδίστρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
модельєр, кравчиха, швачка, Швея

μοδίστρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrobaqepëse, rrobaqepsja, rrobaqepës

μοδίστρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шивачка, шивач, шивачки, шивачката

μοδίστρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
швачка, швея

μοδίστρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õmbleja, õmblejanna, Ompelijatar

μοδίστρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krojač, krojačica, švelja, švalja

μοδίστρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
saumakona

μοδίστρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siuvėja, Krawcowa, Szwaczka

μοδίστρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šuvēja, šuvēju, izga-

μοδίστρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шивачка

μοδίστρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
croitoreasă, croitoreasa, cusătoreasă, lenjereasă, croitorie

μοδίστρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šivilja, Švalja, Krojačica, šivilja pa

μοδίστρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krajčírka, švadlena
Τυχαίες λέξεις