Мешканець στα ελληνικά
Μετάφραση: мешканець, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοικημένος, πολίτης, οικιστικός, κάτοικος, ενοικιαστής, ένοικος, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- мечеті στα ελληνικά - κουνούπι, τζαμί, τέμενος, μουσουλμανικό τέμενος, Τζαμί της, Τζαμί του
- мешкала στα ελληνικά - μαέστρος, έζησε, έζησαν, ζούσαν, ζήσει, ζούσε
- мешкання στα ελληνικά - κατοικία, διαμονή, διαμονής, κατοικίας, παραμονής
- мешкати στα ελληνικά - ανάσα, κατοικία, υπάρχω, αναπνοή, κατοικώ, διαμένω, χρονοτριβώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Мешканець στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοικημένος, πολίτης, οικιστικός, κάτοικος, ενοικιαστής, ένοικος, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής
Μεταφράσεις: κατοικημένος, πολίτης, οικιστικός, κάτοικος, ενοικιαστής, ένοικος, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής