Οικιστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: οικιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мешканець, резидент, житловий, житлової, Жилой, житловою, житловій
Οικιστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικιστικός

οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός, οικιστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, οικιστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • οικισμός στα ουκρανικά - селище, селища, містечко, село, поселок
  • οικιστής στα ουκρανικά - поселенець, сепаратор, осілий, захожий, осілого, осілого при
  • οικογένεια στα ουκρανικά - пологовий, сім'я, родовід, родина, рід, господарство, етимологія, ...
  • οικοδέσποινα στα ουκρανικά - господарка, бортпровідниця, господиня, хазяйка, власниця, хозяйка
Τυχαίες λέξεις
Οικιστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мешканець, резидент, житловий, житлової, Жилой, житловою, житловій