Можливість στα ελληνικά

Μετάφραση: можливість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκυρία, ευκαιρία, πιθανός, εφικτός, πιθανότητα, τύχη, δυνατότητα, ενδεχόμενο, δυνατότητας, δυνατότητα να
Можливість στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • будинковий στα ελληνικά - νοικοκυριών, νοικοκυριό, οικιακών, οικιακά, νοικο-
  • визначено στα ελληνικά - οριστικά, ορίζεται, ορίζονται, που ορίζονται, καθορίζονται, καθορίζεται
  • дзенькіт στα ελληνικά - φόρος, διόδια, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
  • додавати στα ελληνικά - συνδέω, επισυνάπτω, εσωκλείω, συμπλήρωμα, περικλείω, έγχυμα, αυξάνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Можливість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκυρία, ευκαιρία, πιθανός, εφικτός, πιθανότητα, τύχη, δυνατότητα, ενδεχόμενο, δυνατότητας, δυνατότητα να