Мочити στα ελληνικά
Μετάφραση: мочити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρέχω, μουσκεύω, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- божіння στα ελληνικά - όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
- бретелька στα ελληνικά - ιμάντας, αορτήρας, ιμάντα ώμου, λουρί ώμου, ιμάντας ώμου, λουρί ώμων
- диптих στα ελληνικά - δίπτυχο, δίπτυχα, δίπτυχες, δίπτυχου
- малокорисний στα ελληνικά - ανωφελής, ελάχιστη χρήση, περιορισμένη χρήση, μικρή χρήση, μικρή χρησιμότητα, μειωμένη χρησιμότητα
Τυχαίες λέξεις
Мочити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρέχω, μουσκεύω, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
Μεταφράσεις: βρέχω, μουσκεύω, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά