Міняти στα ελληνικά

Μετάφραση: міняти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνάλλαγμα, μετατροπή, λογομαχία, αλλάζω, παραλλάζω, διαφωνία, ανταλλάσσω, παραλλαγή, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, αλλαγή του, την αλλαγή
Міняти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безумовно στα ελληνικά - τελείως, απολύτως, σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, οπωσδήποτε, βέβαιο
  • велосипедист στα ελληνικά - ποδηλάτης, ποδηλάτων, ποδηλάτη, bicyclist, δικυκλιστών
  • дубина στα ελληνικά - νυχτερίδα, ρόπαλο, κτυπώ
  • масивний στα ελληνικά - εθελοντικά, εκούσια, ιστός, εκουσίως, κατάρτι, ογκώδης, μαζική, ...
Τυχαίες λέξεις
Міняти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνάλλαγμα, μετατροπή, λογομαχία, αλλάζω, παραλλάζω, διαφωνία, ανταλλάσσω, παραλλαγή, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, αλλαγή του, την αλλαγή