Λέξη: πορτρέτο
Σχετικές λέξεις: πορτρέτο
πορτρέτο ή πορτραίτο, πορτρέτο του ντόριαν γκρέι, πορτρέτο ορθογραφία, πορτρέτο μιας κυρίας, πορτρέτο ευγενούς με γάντι πανοπλίας, πορτρέτο κοριτσιού σε γυαλί, πορτρέτο του ν. χρυσοχόου, πορτρέτο της μέι γουέστ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαμέρισμα, πορτρέτο του dorian gray, πορτρέτο της ζαν εμπιτέρν, το πορτρέτο
Συνώνυμα: πορτρέτο
προφίλ, κατατομή, κατατομή προσώπου, εικών
Μεταφράσεις: πορτρέτο
πορτρέτο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
portrait, portrait of
πορτρέτο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retrato, retrato de, retrato del, retratos, Portrait
πορτρέτο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
portrait, porträt, bildnis, Porträt, Portrait
πορτρέτο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
portrait, peinture, le portrait, portraits, portrait de
πορτρέτο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ritratto, portrait, ritratto di, verticale, del ritratto
πορτρέτο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
retrato, porto, retrato do, portrait, retrato da, do retrato
πορτρέτο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beeld, evenbeeld, portret, beeltenis, Het portret, portret van, Portrait, staand
πορτρέτο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отображение, изображения, описание, отражение, воссоздание, портрет, изображение, портрета
πορτρέτο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
portrett, stående, portrettet
πορτρέτο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
porträtt, stående, ståenden
πορτρέτο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuva, kasvokuva, henkilökuvaus, muotokuvamaalaus, muotokuva, Portrait, potretti, Pysty, Muotokuvamaalarit
πορτρέτο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
portræt, billede, Portrait, stående, portrættet, Generalieblad
πορτρέτο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obraz, portrét, podobizna, portrétu, Portrait, výšku, na výšku
πορτρέτο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
portret, portrait, pionowa, portret m, portreta
πορτρέτο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
személyleírás, portré, Portrait, portrét, portréja
πορτρέτο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
portre, portrait, dikey, portresi
πορτρέτο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
портрет
πορτρέτο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
portreti, portret, portret i, portreti i, portretin
πορτρέτο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
портрет, портретна, портрета, портретен, портрет на
πορτρέτο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
партрэт, портрет
πορτρέτο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
portree, portreed, portrait, püsti, püst-
πορτρέτο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opis, određenje, slika, uspravno, prikaz, portret, Portrait, portret u, portreta, portret na
πορτρέτο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
andlitsmynd, portrett, mynd, Portrait, Séð framaná
πορτρέτο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
portretas, atvaizdas, Portrait, Portretai, portreto
πορτρέτο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ģīmetne, attēls, portrets, portrait, portretu, portreta
πορτρέτο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
портрет, портретот, портрети, ликот, на портрет
πορτρέτο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
portret, portretul, portrait, portret de, portretului
πορτρέτο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
portrét, portret, portrait, portretno, pokončno, portretni
πορτρέτο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
portrét, portrait