Λέξη: πικρία

Σχετικές λέξεις: πικρία

πικρία ενός ακαδημαϊκού, πικρία συνώνυμα, πικρία συνωνυμο, πικρία στο στόμα, πικρία βενετσάνου, πικρία- νίκος καββαδίας, πικρία στίχοι, πικρίλα στο στόμα

Συνώνυμα: πικρία

απογοήτευση, θλίψη, δριμύτητα, δριμύτης, πίκρα, πικράδα, φαρμάκι

Μεταφράσεις: πικρία

πικρία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chagrin, acrimony, bitterness, bitterly, bitter

πικρία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disgusto, acrimonia, mortificación, amargura, amargor, la amargura, rencor, amarguras

πικρία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erniedrigen, ärger, aggressivität, entwürdigen, demütigen, schärfe, erbitterung, bitterkeit, bissigkeit, Bitterkeit, Verbitterung, Bitternis, Erbitterung, bitter

πικρία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fiel, affliction, amertume, acerbité, aigreur, verdeur, rudesse, deuil, chagrin, tristesse, absinthe, ennui, empoisonnements, âcreté, âpreté, souci, l'amertume, d'amertume, amer

πικρία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asprezza, amarezza, amaro, amarezze, l'amarezza, rancore

πικρία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amargura, amargor, a amargura, rancor, amarguras

πικρία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdriet, bitsheid, bedroeven, bitterheid, verbittering, bittere, bitter, de bitterheid

πικρία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
репейник, неприятность, язвительность, желчность, досада, горесть, огорчение, разочарование, горечь, горечи, горечью, ожесточение

πικρία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bitterhet, bitter, bitterheten, bitre

πικρία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bitterhet, bitterheten, bitter, beska

πικρία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häpäistä, mielipaha, nöyryyttää, katkeruus, katkeruutta, katkeruuden, katkeruudesta, katkerasti

πικρία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bitterhed, bitter, bitterheden, bitre

πικρία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příkrost, starost, mrzutost, žal, rozhořčenost, hořkost, jízlivost, zármutek, hořkosti, hořkostí, trpkost, zahořklost

πικρία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zjadliwość, cierpkość, gorycz, smutek, szorstkość, zażartość, zmartwienie, rozgoryczenie, zawziętość, goryczy, gorzkość, zgorzknienie

πικρία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kesernyésség, keserűség, keserűséget, keserűséggel, a keserűség, keserűségét

πικρία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acılık, acı, acılığı, bitterness, acısı

πικρία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикрість, уїдливість, гіркота, гіркоту, гіркоти

πικρία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zemërim, hidhërim, hidhërimi, hidhërim të, trishtimit

πικρία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
огорчение, горчивина, горчивината, горест, горчив

πικρία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
горыч, гарката, гаркату

πικρία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teravus, tusk, häbistama, suhete, kibedus, mõrudus, kibedust, mõruduse, kibestumist

πικρία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žučnost, zajedljivost, jetkost, gorčina, gorčine, ogorčenost, ogorčenje, gorčinu

πικρία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
biturð, beiskja, beiskju, Biturleiki, Biturðin

πικρία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kartėlis, kartumas, kartumo, kartumą, nerūgštūs

πικρία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rūgtums, rūgtumu, sarūgtinājums, rūgtuma, rūgta

πικρία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
горчина, горчината, огорченоста, огорченост, горест

πικρία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amărăciune, amărăciunea, amaraciune, amar, amărăciunii

πικρία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
starost, trpkost, grenkoba, grenkost, bitterness, zagrenjenost, grenkobe

πικρία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
horkosť, trpkosť, horkost, horkosť sa
Τυχαίες λέξεις