Нагороджувати στα ελληνικά

Μετάφραση: нагороджувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραχωρώ, απονέμω, βραβείο, κατακυρώνω, αμοιβή, παρέχω, ανταμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
Нагороджувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • випромінювати στα ελληνικά - ρυάκι, ρέω, στέλνω, κυλώ, ακτινοβολώ, ακτινοβολούν, εκπέμπει, ...
  • гомінкий στα ελληνικά - ευχερής, εύγλωττος, εύστροφος, ταραχώδης, θορυβώδης, ανήσυχος
  • гуманність στα ελληνικά - ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
  • здійснення στα ελληνικά - δέσμευση, πραγματοποίηση, παράσταση, απόδοση, εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, ...
Τυχαίες λέξεις
Нагороджувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραχωρώ, απονέμω, βραβείο, κατακυρώνω, αμοιβή, παρέχω, ανταμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων