Λέξη: καταναλωτής

Σχετικές λέξεις: καταναλωτής

ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής κύπρος, καταναλωτής δεν έχει υποχρέωση να πληρώσει, καταναλωτής δικαιώματα, σωστός καταναλωτής, καταναλωτής τροφίμων

Μεταφράσεις: καταναλωτής

καταναλωτής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consumer, consumers, consumer is, a consumer, the consumer

καταναλωτής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consumidor, consumidores, los consumidores, del consumidor, consumo

καταναλωτής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbraucher, konsument, Verbraucher, Konsum, Consumer, der Verbraucher

καταναλωτής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
client, preneur, consommateur, consumériste, consommateurs, consommation, la consommation, des consommateurs

καταναλωτής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consumatore, consumatori, dei consumatori, consumo, del consumatore

καταναλωτής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consumidor, consumidores, dos consumidores, do consumidor, consumo

καταναλωτής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbruiker, gebruiker, consument, de consument, consumenten, consumentenbescherming

καταναλωτής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
едок, потребитель, потребительских, потребителей, потребительского, потребителем

καταναλωτής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbruker, forbrukeren, forbrukernes, konsum

καταναλωτής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konsument, konsumenten, konsumenternas, konsumenterna

καταναλωτής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuluttaja, kuluttajien, kuluttajan, kuluttajalle, kuluttajille

καταναλωτής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbruger, forbrugeren, forbrugerne, forbrugernes, forbrugerens

καταναλωτής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odběratel, konzument, zákazník, spotřebitel, spotřebitele, spotřebitelů, spotřebitelských, spotřebitelské

καταναλωτής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spożywca, klient, konsument, odbiorca, konsumentów, konsumenta, konsumenckich, konsumpcyjnych

καταναλωτής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogyasztó, fogyasztói, fogyasztók, a fogyasztói, fogyasztási

καταναλωτής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüketici, tüketim, tüketicinin, müşteri

καταναλωτής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
споживчий, споживач

καταναλωτής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konsumator, konsumit, të konsumit, konsumatorit, konsumatori

καταναλωτής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
потребител, консуматор, потребителите, на потребителите, потребителските

καταναλωτής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спажывец, спажывец мае

καταναλωτής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tarbija, tarbijate, tarbijale, tarbijakaitse, tarbijat

καταναλωτής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
korisnik, potrošač, potrošača, potrošačkih, potrošačke

καταναλωτής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
neytandi, neytenda, neytandinn, neysluverðs, neytendur

καταναλωτής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vartotojas, vartotojų, vartotojui, vartojimo, vartotojo

καταναλωτής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patērētājs, patērētāju, patērētājam, patēriņa, patērētāju tiesību

καταναλωτής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потрошувачот, потрошувачите, на потрошувачите, потрошувачки, потрошувачка

καταναλωτής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
consumator, consumatorilor, consum, consumatorului, de consum

καταναλωτής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potrošnik, potrošnikov, potrošnika, življenjskih, življenjskih potrebščin

καταναλωτής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spotrebiteľ, spotrebiteľa, spotrebitelia, spotrebiteľom, spotrebiteľovi

Στατιστικά δημοτικότητας: καταναλωτής

Τυχαίες λέξεις