Λέξη: μερίδα

Σχετικές λέξεις: μερίδα

μερίδα λαχανικών, μερίδα επενδυτή, μερίδα γύρος θερμίδες, μερίδα του λέοντος, μερίδα γραμμάρια, μερίδα συνώνυμα, μερίδα κρέας γραμμάρια, μερίδα μακαρόνια θερμίδες, μερίδα φακές, μερίδα μακαρόνια γραμμάρια

Συνώνυμα: μερίδα

μερίδιο, μετοχή, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές, σιτηρέσιο, μερίς τροφής, βοήθεια, μερίδα φαγητού, μερίς φαγητού, παρτίδα

Μεταφράσεις: μερίδα

μερίδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ration, serving, portion, share, portion of

μερίδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
parte, lote, porción, ración, pieza, etapa, racionar, porción de, parte de, la parte

μερίδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dienend, anteil, einzelteil, zuteilung, zustellend, zuteilen, portion, aufschlagend, stück, ration, servierend, teil, Teil, Anteil, Abschnitt, Bereich

μερίδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lot, rationnez, ration, pièce, part, réglementer, rationnent, partie, droit, rationnons, portion, service, rationner, dot, fraction, partie de, la partie

μερίδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
razione, porzione, razionare, quota, parte, porzione di, parte di

μερίδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quinhão, antes, vigia, racionar, bastante, melhor, parte, muito, parcela, porção, porção de, por�o

μερίδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stuk, gedeelte, rantsoen, portie, part, deel, aandeel

μερίδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доля, отрезок, приданое, рацион, порция, часть, кусок, участь, обслуживание, нормировать, частица, подача, паек, надел, выдача, паёк, участок, части, частью

μερίδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
part, rasjon, andel, porsjon, rasjonere, del, delen, parti

μερίδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
portion, ranson, del, parti, delen, partiet

μερίδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osuus, annos, kohtalo, pala, erä, osa, puoli, myötäjäiset, osamäärä, osan, osaa, osaan

μερίδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
medgift, del, portion, afsnit, delen

μερίδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kus, obsluha, úděl, věno, část, díl, porce, příděl, dávka, podíl, části, částí

μερίδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
racjonować, fragment, porcjować, wydzielać, część, motowiązanie, racja, posag, przydział, przydzielać, obwój, służenie, porcja, odcinek, części, częścią

μερίδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerválás, adogatás, szolgáló, fejadag, porció, élelmiszeradag, kiszolgálás, rész, része, részét, részének, részt

μερίδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hisse, porsiyon, parça, pay, kısım, kısmı, kısmının, bölüm

μερίδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
співвідношення, порція, відношення, пропорція, обслуговування, шматок, подача, кусок, перенесення, коефіцієнт, частина, частину, частини

μερίδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjesë, porcion, pjesa, pjesë e, pjesa e

μερίδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
порция, част, участък, дял, частта

μερίδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
частка, частку, часть

μερίδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
serveerimine, osa, jaotama, normima, osaga, osas, portsjoni

μερίδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podijeliti, porcija, sudbina, opremiti, opsluživanje, provizija, posluživanja, kutak, obrok, udio, serviranja, obroci, dio, dijela, dio koji, predio

μερίδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skammtur, hluti, hluta, hlutinn, hlutdeild, skammti

μερίδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kraitis, dalis, porcija, davinys, dalį, daliai, dalis yra

μερίδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
porcija, pūrs, daļa, daļu, daļai

μερίδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дел, делот, доза

μερίδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zestre, parte, raţie, porţie, porțiune, porție, porțiuni, porțiune de

μερίδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dl, část, dávka, povzetek, podíl, pore, del, delež, odsek, delom

μερίδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dávka, časť, časti

Στατιστικά δημοτικότητας: μερίδα

Τυχαίες λέξεις