Нагрітися στα ελληνικά
Μετάφραση: нагрітися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζέστη, θερμαίνω, ζεσταίνω, ζεστός, θερμός, ζεστό, ζεστή, ζεστά
Μεταφράσεις
- братні στα ελληνικά - αδελφή, αδερφή, την αδελφή, η αδελφή, αδελφής
- бурмотіти στα ελληνικά - μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει
- дівування στα ελληνικά - παρθενιά, παρθενίας, παρθενία, την παρθενιά, την παρθενία
- зломщик στα ελληνικά - διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού
Τυχαίες λέξεις
Нагрітися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζέστη, θερμαίνω, ζεσταίνω, ζεστός, θερμός, ζεστό, ζεστή, ζεστά
Μεταφράσεις: ζέστη, θερμαίνω, ζεσταίνω, ζεστός, θερμός, ζεστό, ζεστή, ζεστά