Λέξη: απόλυτος

Σχετικές λέξεις: απόλυτος

απόλυτος αριθμός, απόλυτος υπερθετικός βαθμός, απόλυτος κίνδυνος, απόλυτος πράκτορας, απόλυτοσ εφιάλτησ, απόλυτος προορισμός, απόλυτος english, απόλυτος συνώνυμα, απόλυτος αριθμός δεκ, απόλυτος αριθμός λεμφοκυττάρων

Συνώνυμα: απόλυτος

νεκρός, πεθαμένος, ψόφιος, χαμός, σβησμένος, διαφανής, καθαρός, λεπτότατος, κατακόρυφος, ολοσχερής, αυστηρός, ακριβής, τέλειος, απεριόριστος, άνευ όρων, απολυταρχικός, δεσποτικός, αυθύπαρκτος, κατηγορηματικός, ρητός, μη έχων τα προσόντα, χωρίς τα προσόντα, ανεπιφύλακτος

Μεταφράσεις: απόλυτος

απόλυτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
outright, utter, absolute, sheer, perfect, unqualified, strict

απόλυτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
absoluto, pronunciar, completo, expresar, absoluta, absolutamente, absolutos, total

απόλυτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unbedingt, absolut, reden, äußern, völlig, rein, vollständig, unvermischt, äußerst, sprechen, absolute, absoluten, absoluter

απόλυτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
propre, candide, entier, clair, déclarer, complet, parler, dépenser, exprimer, pur, énoncer, sincère, radical, net, plénier, absolue, absolu, absolus, absolument, absolues

απόλυτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intero, estrinsecare, assoluto, completo, diretto, proferire, assoluta, in assoluto, assoluti, totale

απόλυτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
completo, utópico, puro, castiço, total, falar, absoluto, absoluta, absolutos, absolutas

απόλυτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontlokken, rein, praten, volslagen, compleet, voltallig, totaal, onvermengd, onafhankelijk, volstrekt, zuiver, volkomen, louter, schoon, puur, volledig, absoluut, absolute, absoluut de, volstrekte, de absolute

απόλυτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вовсе, немедленно, напрямую, непосредственно, непроходимый, напрямик, безусловный, всецело, произнести, выговаривать, самовластный, откровенно, тотчас, проронить, прямо, абсолют, абсолютная, абсолютное, абсолютный, абсолютным, абсолютного

απόλυτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ren, absolutt, likefrem, ubetinget, uttale, fullstendig, absolutte

απόλυτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ren, total, fullkomlig, absolut, full, absoluta

απόλυτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sanoa, täysi, kiistämätön, täysin, puhua, aito, äännellä, haastaa, yksinvaltainen, ehdoton, vapaasti, täydellinen, puhdas, absoluuttinen, absoluuttisen, absoluuttista, ehdotonta

απόλυτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
absolut, absolutte, fuldstændig, en absolut

απόλυτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
naprostý, vydat, vyjádřit, otevřeně, vyřknout, absolutní, rovnou, přímý, neomezený, stoprocentní, nepodmíněný, totální, vyslovit, absolutistický, upřímný, přímo, absolutně, absolutním, absolutního, absolute

απόλυτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
całkowity, wyrażać, bezsporny, wierutny, absolut, absolutyzacja, ordynarnie, otwarty, zupełny, obcesowo, szczery, prawdziwy, bezpośredni, stwierdzony, absolutny, wydawać, bezwzględny, bezwzględna

απόλυτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
abszolút, nyíltan, készpénzért, legteljesebb, teljes, az abszolút, feltétlen

απόλυτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tam, mutlak, temiz, kesin, mutlak bir, salt

απόλυτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимовляти, прямо, крайній, повний, зовсім, самовладний, відвертий, необмежений, досконалий, цілковитий, прямий, вимовлятися, абсолютна

απόλυτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
flas, absolut, absolute, vlerë absolute, absolute e, absolut i

απόλυτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
говоря, абсолютен, абсолютна, абсолютно, абсолютната, абсолютното

απόλυτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гаварыць, казаць, абсалютная, поўная, абсалютны

απόλυτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
absoluutne, absoluut, ümberlükkamatu, täielik, lausa, absoluutse, absoluutset, absoluutses

απόλυτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konačan, savršen, izreći, izraziti, utvrđen, pelin, apsolutan, apsolut, apsolutna, apsolutni, apsolutne

απόλυτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullkominn, alger, hreinum, Heildaraðgengi, algera, algjört

απόλυτος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
absolutus

απόλυτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
absoliutus, visiškas, absoliuti, absoliutinis, absoliutusis, absoliutaus

απόλυτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
absolūts, runāt, pilnīgs, absolūtā, absolūtais, absolūta, absolūto

απόλυτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
апсолутна, апсолутната, апсолутен, апсолутни, апсолутно

απόλυτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
absolut, absolută, absolute, absoluta, pur

απόλυτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
totální, absolutní, absolutna, absolutno, absolutni, absolutne, absolutnega

απόλυτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
absolutistický, úplný, rovnou, čistý, absolútny, absolútna, absolútnu, absolútnej, absolútne

Στατιστικά δημοτικότητας: απόλυτος

Τυχαίες λέξεις