Накопичувати στα ελληνικά
Μετάφραση: накопичувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, στοιβάδα, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ввідний στα ελληνικά - εισαγωγικό, εισαγωγική, εισαγωγικές, εισαγωγή, εισαγωγικά
- вісник στα ελληνικά - πρεσβευτής, πρέσβης, κήρυκας, έλεος, κήρηξ, κηρύσσω, αγγέλλω, ...
- духовність στα ελληνικά - πνευματικότητα, πνευματικότητας, την πνευματικότητα, η πνευματικότητα, της πνευματικότητας
- мешканець στα ελληνικά - κατοικημένος, πολίτης, οικιστικός, κάτοικος, ενοικιαστής, ένοικος, μισθωτή, ...
Τυχαίες λέξεις
Накопичувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, στοιβάδα, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, στοιβάδα, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί