Намацати στα ελληνικά

Μετάφραση: намацати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αισθάνομαι, νιώθω, υφή, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε
Намацати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блазнівський στα ελληνικά - blaznivskyy
  • вибухніть στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, Σπάστε, Ξεσπάσουν, Ξεσπήστε, Διάλειμμα από, Ξεσπάσει
  • додержування στα ελληνικά - εμμονή, τήρηση, την τήρηση, τήρησης, σεβασμό, η τήρηση
  • космополіт στα ελληνικά - κοσμοπολίτης, κοσμοπολίτικη, κοσμοπολίτικο, κοσμοπολίτικα, κοσμοπολίτικες
Τυχαίες λέξεις
Намацати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αισθάνομαι, νιώθω, υφή, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε