Λέξη: αναλογία
Σχετικές λέξεις: αναλογία
αναλογία ευρώ δραχμής, αναλογία ζάχαρης στέβια, αναλογία δώρου χριστουγέννων, αναλογία νερού με κριθαράκι, αναλογία λίτρου κιλού, αναλογία αντίθεσης, αναλογία μείωσης κιλών ανά χρόνο, αναλογία πιθανοτήτων, αναλογία ύψους βάρους, αναλογία δώρου πάσχα
Συνώνυμα: αναλογία
τιμή, αξία, κόστος, βαθμός, τάξη, μερίδιο, ποσοστό, λόγος, σχέση
Μεταφράσεις: αναλογία
αναλογία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
proportion, analogy, rate, ratio, ratio of
αναλογία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arancel, proporción, analogía, razón, relación, relación de, proporción de
αναλογία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
satz, frequenz, tarif, anteil, ziffer, verhältnis, rate, einschätzen, analogie, proportion, schätzen, ausmaß, übereinstimmung, kurs, quote, einzeltarif, Verhältnis, Quote, Verhältnisses
αναλογία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tarif, proportionner, pourcentage, vitesse, prix, analogie, taxer, fraction, rythme, lot, rang, étendue, cadence, mesure, ampleur, partie, rapport, ratio, taux, proportion, rapport de
αναλογία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dosaggio, misura, aliquota, analogia, tasso, costo, parte, proporzione, tariffa, rapporto, rapporto di, rapporto tra, il rapporto
αναλογία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
taxas, avaliar, orçar, amplidão, grandeza, rato, extensão, ajuizar, amplitude, dimensão, proporção, taxar, taxa, propiciar, relação, razão, rácio
αναλογία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
taxeren, verhouding, evenredigheid, begroten, zinsnede, afmeting, omvang, tarief, proportie, waarderen, dimensie, schatten, graad, bestek, overeenkomst, grootte, verhouding tussen, verhouding van
αναλογία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ход, оценить, соотношение, рассматриваться, пропорциональность, разглядывать, коэффициент, величина, процент, паек, ставка, сходство, расценка, аналогия, рассматривать, беглость, отношение, отношения, соотношения
αναλογία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
analogi, forhold, takst, rate, hastighet, proporsjon, ratio, forholdet, andel
αναλογία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pris, analogi, förhållande, förhållandet, Nyckeltal
αναλογία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mitta, vero, suhteuttaa, mittasuhde, yhdenmukaisuus, tahti, arvottaa, analogia, vauhti, taksoittaa, määrä, aste, nopeus, sopusuhtaisuus, arvioida, noteeraus, suhde, suhteessa, suhteen, suhdetta
αναλογία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forholdet, forhold, forholdet mellem, forhold mellem
αναλογία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sazba, rozměr, proporce, procento, část, měřítko, úměra, rychlost, podíl, cena, obdoba, poměr, míra, taxa, třída, daň, poměru, poměrem, stran
αναλογία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cena, skarcić, stopa, współczynnik, wskaźnik, pysznie, nagadać, procentowość, zwymyślać, wyłajać, taksa, skrzyczeć, klasa, łajać, złajać, szybkość, stosunek, proporcja, stosunku
αναλογία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
díjtétel, érték, arányszám, arány, mérv, díjszabás, aránya, arányt, arányát, arányának
αναλογία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boyut, benzerlik, ölçü, oran, oranı, oranının, oranında
αναλογία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аналогія, аналог, аналогове, аналогова, аналоговий, храповики, захисники, співвідношення
αναλογία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
taksë, raport, raporti, raporti i, Shkalla e, Norma
αναλογία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мярка, аналогия, норма, ставка, съотношение, коефициент, съотношението, отношение, съотношение на
αναλογία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суадносіны
αναλογία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiirus, osakaal, analoogia, proportsioon, hindama, hinne, suhe, suhte, suhtarv, suhet, suhtega
αναλογία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brzina, slaganje, rata, podudarnost, mjera, sličnost, stavka, predlagač, frekvencija, analogija, omjer, odnos, omjera, udio, stopa
αναλογία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlutfall, hlutfallið, Ratio, hlutfalli, sem hlutfall
αναλογία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
norma, vertinti, tarifas, santykis, koeficientas, santykį, santykio, rodiklis
αναλογία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
likme, norma, samērs, proporcija, attiecība, koeficients, rādītājs, attiecību
αναλογία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
соодносот, сооднос, односот, коефициент, коефициентот
αναλογία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tarif, proporţie, ritm, analogie, raport, raportul, raportului, raport de, rata
αναλογία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
proporce, podíl, razmerje, razmerje med, delež, razmerja, razmerju
αναλογία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pomer, pomeru, podiel, vzťah
Στατιστικά δημοτικότητας: αναλογία
Τυχαίες λέξεις