Λέξη: σύστημα

Σχετικές λέξεις: σύστημα

σύστημα vies, σύστημα apa, σύστημα άτλας, σύστημα εργάνη, σύστημα εισροών εκροών, σύστημα σιδερώματος, σύστημα harvard, σύστημα μπράιγ, σύστημα ποσειδών, σύστημα αμοιβών τεε, τυφλό σύστημα, ποσειδών σύστημα, πληροφοριακό σύστημα, εκπαιδευτικό σύστημα, κυκλοφορικό σύστημα, ηλιακό σύστημα, τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης, νευρικό σύστημα, λειτουργικό σύστημα, πολυτονικό, ανοσοποιητικό σύστημα, πολυτονικό σύστημα

Συνώνυμα: σύστημα

παραγγελία, τάξη, προσταγή, κανόνας, διαταγή, καθεστώς, διοίκηση, δίαιτα, μέθοδος, τέχνασμα, επινόηση, εφευρετικότητα, επινόημα, συσκευή

Μεταφράσεις: σύστημα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
system, system of, scheme, system is, the system
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
organización, sistema, régimen, sistema de, del sistema, el sistema, sistemas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
organisation, anlage, einrichtung, system, methode, System, Systems
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ordre, système, ordonnance, arrangement, accommodement, régime, aménagement, sirupeux, organisme, organisation, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
organizzazione, disposizione, sistema, organismo, sistema di, del sistema, di sistema, impianto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
disposição, sistema, arranjo, xarope, sistema de, do sistema, regime
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
akkoord, stelsel, regeling, organisatie, schikking, maatregel, inrichting, systeem, bestel, zetting, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наклонение, вселенная, устройство, организм, настроение, строй, аппарат, система, согласие, способ, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
organisasjon, system, systemet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
system, systemet, system för
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ryhmittely, muodostelma, järjestelmä, systeemi, elinjärjestelmä, järjestelmän, järjestelmää, järjestelmään, järjestelmässä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
system, net, organisering, systemet, ordning, ordningen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soustava, zařízení, řád, útvar, organizace, uspořádání, systém, zřízení, systému, systémem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
metoda, organizm, ustrój, układ, system, systemu, systemem, układu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendszer, rendszert, rendszerben, rendszere, rendszerének
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzenleme, sistem, sistemi, Sisteme, sisteminin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тенета, пристрій, система, влаштування, устрій, систему
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sistem, sistemi, sistemit, sistemi i, sistemit të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
организация, система, система за, системата, на системата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сістэма, сыстэма
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süsteem, süsteemi, süsteemis, süsteemiga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sistemu, sustavom, sistemsko, ustroj, sustav, sistem, sustava, sustav za, sustavu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kerfi, kerfið, kerfisins, kerfinu
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ratio
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sistema, organizavimas, tinklas, sistemos, sistemą, system
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sistēma, organizēšana, organizācija, sistēmas, sistēmu, sistēmai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
систем, системот, систем за, системот за, на системот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sistem, organizare, sistem de, sistemul, sistemului, sistemul de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sistem, sistema, sistem za, sistemu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
systém, systému, systémy

Στατιστικά δημοτικότητας: σύστημα

Τυχαίες λέξεις