Λέξη: κτήτορας

Συνώνυμα: κτήτορας

ιδιοκτήτης

Μεταφράσεις: κτήτορας

κτήτορας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
owner, taker, getter, founder, founder of

κτήτορας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
propietario, dueña, dueño, señor, poseedor, dueño del, titular, propietario de

κτήτορας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besitzerin, besitzer, inhaber, eigentümer, Eigentümer, Besitzer, Inhaber, Vermieter

κτήτορας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
titulaire, propriétaire, détenteur, le propriétaire, propriétaire de, propriétaires

κτήτορας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
padrone, titolare, proprietario, il proprietario, proprietaria, proprietario di

κτήτορας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
próprio, possuir, dono, proprietário, do proprietário, proprietário do, arrendador

κτήτορας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eigenaar, bezitter, de eigenaar, verhuurder, eigenaar van

κτήτορας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
содержатель, владелец, собственник, обладатель, обладание, предприниматель, хозяйка, владетель, хозяин, держатель, владельцу, владельцем, владельца, владельцы

κτήτορας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eier, eieren, eieren av

κτήτορας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ägare, ägaren, ägaren för mer information, ägaren för

κτήτορας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
isäntä, omistaja, haltija, omistajan, omistajalle, omistajaan, Omistajalle ja

κτήτορας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ejer, Ejeren, annoncøren, ejerens

κτήτορας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
držitel, majitel, vlastník, vlastníkem, majitelem, s agenturou

κτήτορας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
armator, posiadacz, właściciel, właścicielem, Jesteś właścicielem, właściciela

κτήτορας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tulajdonos, tulajdonosa, használati, tulajdonosának, tulajdonosnak

κτήτορας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mal sahibi, sahip, sahibi, kitabı, sahibinin

κτήτορας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хазяїне, володілець, господар, хазяїн, власник

κτήτορας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pronar, pronari, pronari i, pronarit, pronar i

κτήτορας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
собственик, ръководство, ръководство на, Притежател, собственика

κτήτορας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўладальнік, уладальнік, каманды, гаспадар

κτήτορας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omanik, omaniku, omanikule, kodu, omanikul

κτήτορας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vlasnikom, vlasniku, posjednik, vlasnik, vlasnika, oglašivača, vlasnik objekta, Iznajmljivač

κτήτορας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eigandi, eiganda, eigandinn

κτήτορας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savininkas, šeimininkas, savininko, savininkė

κτήτορας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īpašnieks, īpašniekam, īpašnieku, īpašnieka, owner

κτήτορας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сопственикот, сопственик, сопственик на, сопственикот на, на сопственикот

κτήτορας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proprietar, posesor, proprietarului, Deținător de

κτήτορας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gospodar, lastnik, Lastnik, lastnika, lastnik objekta, lastnica, imetnik

κτήτορας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlastník, majiteľ
Τυχαίες λέξεις