Наносити στα ελληνικά
Μετάφραση: наносити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγγίζω, πινελιά, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безумство στα ελληνικά - τρέλλα, παραφροσύνη, τρέλα, τρέλας, την τρέλα
- благотворно στα ελληνικά - πλήρως, ευεργετικός, ευεργετική, επωφελής, ευεργετικές, ευεργετικά
- збруя στα ελληνικά - ιπποσκευή, καλωδίωση, λουρί, καλωδίωσης, πλεξούδα, πλεξούδας
- зображати στα ελληνικά - περιγράφω, συσσωματώνω, σκιαγραφώ, εκφράζω, απεικόνιση, ενσαρκώνω, ενσωματώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Наносити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγγίζω, πινελιά, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Μεταφράσεις: αγγίζω, πινελιά, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν