Αγγίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αγγίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дотик, наносити, намагнічування, торкатися, торкнутися, торкнутись, доторкнутися, доторкнутися до, зачепити
Αγγίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγγίζω

αγγίζω συνώνυμο, αγγίζω το ξυράφι λίγο λίγο στάζει αίμα και μου φαίνεται αστείο, αγγίζω παιγνιοθεραπεία, αγγίζω αγγλικά, αγγίζω στα αγγλικά, αγγίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αγγίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αγαπητός στα ουκρανικά - шановний, шановна, любий, дорогий, дорого, люба, дорогою, ...
  • αγαπώ στα ουκρανικά - любисток, любов, кохання, любовь
  • αγγαρεία στα ουκρανικά - молоти, наточити, виточити, гострити, загострити, випадкова робота, випадковий заробіток
  • αγγείο στα ουκρανικά - осиний, ваза
Τυχαίες λέξεις
Αγγίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дотик, наносити, намагнічування, торкатися, торкнутися, торкнутись, доторкнутися, доторкнутися до, зачепити