Нахмурювати στα ελληνικά
Μετάφραση: нахмурювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνοφρυώνομαι, σκυθρωπιάζω, δεμένη, πλέκει, πλέκουν, πλέκουμε, πλέκω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акорд στα ελληνικά - συγχορδία, χορδή, χορδής, χορδών, απήχηση
- апоплексичний στα ελληνικά - αποπληκτικός, αποπληκτικό, από αποπληκτικό, αποπληκτική, αποπληξία
- вирок στα ελληνικά - καταδικάζω, πρόταση, καταδίκη, φράση, περίοδος, ποινή
- висок στα ελληνικά - μελίγγι, μηνίγγι, ναός, ναό, ναού, ιερό, τέμπλο
Τυχαίες λέξεις
Нахмурювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνοφρυώνομαι, σκυθρωπιάζω, δεμένη, πλέκει, πλέκουν, πλέκουμε, πλέκω
Μεταφράσεις: συνοφρυώνομαι, σκυθρωπιάζω, δεμένη, πλέκει, πλέκουν, πλέκουμε, πλέκω