Нездержливий στα ελληνικά

Μετάφραση: нездержливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπεύω, ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτη, ασυγκράτητη, ανεξέλεγκτης, ασυγκράτητο
Нездержливий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виробництва στα ελληνικά - παραγωγικός, παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
  • дурнуватий στα ελληνικά - γλαυκώδης
  • журі στα ελληνικά - ένορκοι, κριτική επιτροπή, κριτικής επιτροπής, επιτροπή, κριτική
  • кораловий στα ελληνικά - κοράλλι, κοραλλιογενείς, κοραλλιών, υφάλων, κοράλλια
Τυχαίες λέξεις
Нездержливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπεύω, ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτη, ασυγκράτητη, ανεξέλεγκτης, ασυγκράτητο