Σκοπεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: σκοπεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спрямувати, намір, спрямовувати, ціль, нестриманий, нездержливий, мета, мати намір, планувати, збиратися, намірятися
Σκοπεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκοπεύω

σκοπεύω συνώνυμο, σκοπεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σκοπεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σκληρότητα στα ουκρανικά - шорсткість, твердість, жорсткість, твердості
  • σκοινί στα ουκρανικά - мотузка, канат, в'язка, зв'язка, линва, кодола, мотузок, ...
  • σκοπιά στα ουκρανικά - перспектива, перспективу, перспективи
  • σκοπιμότητα στα ουκρανικά - доцільність, доцільно, відповідність, слушність, можливість, змогу
Τυχαίες λέξεις
Σκοπεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спрямувати, намір, спрямовувати, ціль, нестриманий, нездержливий, мета, мати намір, планувати, збиратися, намірятися