Λέξη: κάπαρη

Σχετικές λέξεις: κάπαρη

κάπαρη σε άλμη, κάπαρη θησείο, κάπαρη θερμίδες, κάπαρη καλλιέργεια, κάπαρη φυτό, κάπαρη τουρσί, κάπαρη συντήρηση, κάπαρη σέρρες, κάπαρη εστιατόριο, κάπαρη μετάφραση

Μεταφράσεις: κάπαρη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
caper, capers
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alcaparra, alcaparras, las alcaparras, de alcaparras, cabriolas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
streich, spaß, possen, luftsprung, scherz, kaper, kapriole, Kapern, Kapriolen, capers
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gambader, farce, divertissement, sursaut, cabriole, bond, câpre, câpres, les câpres, de câpres, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cappero, capperi, i capperi, di capperi, capers
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alcaparra, alcaparras, as alcaparras, de alcaparras, alcaparras do, capers
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grap, kappertjes, kappers, capers, de kappertjes, capriolen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скакать, проказа, скачок, наперсник, дурачиться, прыжок, шутка, шалость, капер, выверт, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kapers, capers, krumspring
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kapris, capers, kaprisen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hietasimpukka, kaprikset, kapriksia, kaprista, kapris, kapriksen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kapers, capers, krumspring
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skok, výskok, kapary, Capers, capari, kapari, kapie
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kapary, podskok, kapar, kaparami, capers, kaparów
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kapribogyó, kapribogyóval, kapribogyót, a kapribogyó, kapribogyók
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şaka, kapari, Capers, gebre otu, kapari çiçeği, gebre
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стрибок, пустощі, дуріти, витівка, проказа, каперси
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kaperi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
каперси, каперсите, от каперси, кейпърс
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каперсы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tembutus, halvustaja, röövimine, norija, vemp, kappar, Kapparid, kapparite, kappareid, kapparitega
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapar, skok, ispad, kapari, kapare, kaparama, kapara
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
capers
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaparėliai, Kapariai, kaparėliais, Capers, kaparėlių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kaperi, kaperiem, kaperus, kaperu, Capers
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
каперси
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
renghi, capere, caperele, de capere
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žret, kapre, kaprami, capers
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kapary, kaparami, kaparovou, kapár

Στατιστικά δημοτικότητας: κάπαρη

Τυχαίες λέξεις