Неоригінальний στα ελληνικά
Μετάφραση: неоригінальний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινότυπος, πρωτότυπη, unoriginal, κοινότοπο, μη γνήσιων, καθόλου πρωτότυπη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- братерські στα ελληνικά - αδελφικός, αδελφική, αδελφικές, αδελφικής, σωματειακές
- доведення στα ελληνικά - μέριμνα, προμήθεια, απόδειξη, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη
- жаліти στα ελληνικά - φθονώ, εφεδρικός, ανταλλακτικά, ανταλλακτικών, πλεονάζουσα, εφεδρικό
- лиховісний στα ελληνικά - σκυθρωπός, βλοσυρός, απαίσιος, μοχθηρός, δυσοίωνος, απαίσιο, απειλητικό
Τυχαίες λέξεις
Неоригінальний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινότυπος, πρωτότυπη, unoriginal, κοινότοπο, μη γνήσιων, καθόλου πρωτότυπη
Μεταφράσεις: κοινότυπος, πρωτότυπη, unoriginal, κοινότοπο, μη γνήσιων, καθόλου πρωτότυπη