Λέξη: πολυάριθμος

Σχετικές λέξεις: πολυάριθμος

πολυάριθμος συνώνυμα

Μεταφράσεις: πολυάριθμος

πολυάριθμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
numerous, are numerous

πολυάριθμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
numeroso, muchos, numerosos, numerosas, numerosa

πολυάριθμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zahlreich, zahllos, zahlreiche, zahlreichen, zahlreicher, viele

πολυάριθμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nombreux, nombreuses, de nombreux, de nombreuses, nombreuse

πολυάριθμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
numeroso, numerosi, numerose, numerosa, molteplici

πολυάριθμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
numeroso, numerosos, numerosas, inúmeras, numerosa

πολυάριθμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
talrijk, vele, talrijke, tal, tal van

πολυάριθμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
многочисленный, многочисленные, многочисленны, многочисленными, многочисленных, многочисленная

πολυάριθμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tallrik, tallrike, mange, rekke, en rekke

πολυάριθμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
talrik, talrika, många, flertal, stort antal, ett flertal

πολυάριθμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
usea, monilukuinen, runsaslukuinen, lukuisa, monta, useat, lukuisia, useita, lukuisat, lukuisista

πολυάριθμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
talrige, mange, utallige, adskillige, lang række

πολυάριθμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
četný, početný, četné, mnoho, početné, početnější

πολυάριθμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wieloosobowy, tłumny, mnogi, liczny, wielodzietny, liczne, wiele, licznych, wielu

πολυάριθμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
számos, számtalan, több, sok, nagyszámú

πολυάριθμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çok sayıda, sayısız, sayıda, birçok, çok

πολυάριθμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
численний, численні, багаточисельні, чисельні

πολυάριθμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shumtë, i shumtë, shumta, të shumta, të shumtë

πολυάριθμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
многоброен, многобройни, множество, многобройните, многобройна

πολυάριθμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шматлікія, шматлікіх

πολυάριθμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arvukas, arvukalt, arvukate, paljude, arvukad

πολυάριθμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mnogobrojan, brojan, brojni, brojne, brojnih, brojnim

πολυάριθμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjölmargir, fjölda, margar, fjölmörg, fjölmennari

πολυάριθμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gausus, daug, daugybė, labai daug

πολυάριθμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ļoti daudz, daudz, daudzi, daudzas

πολυάριθμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бројни, бројните, многубројни, голем, голем број

πολυάριθμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
numeroși, numeroase, numeroasă, numeros, de numeroase

πολυάριθμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
številne, veliko, številni, številnih, številna

πολυάριθμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
početný, početný a
Τυχαίες λέξεις