Неправоздатність στα ελληνικά

Μετάφραση: неправоздатність, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, αποκλεισμό, αποκλεισμός, έκπτωση, έκπτωσης, απαγόρευση
Неправоздатність στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анархіст στα ελληνικά - αναρχικός, αναρχική, αναρχικό, αναρχικών, αναρχικού
  • виття στα ελληνικά - ουρλιαχτό, ουρλιάζοντας, ουρλιάζει, ουρλιάζουν, howling
  • згубник στα ελληνικά - blighter
  • картель στα ελληνικά - καρτέλ, σύμπραξη, σύμπραξης, συμπράξεως, της σύμπραξης
Τυχαίες λέξεις
Неправоздатність στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, αποκλεισμό, αποκλεισμός, έκπτωση, έκπτωσης, απαγόρευση