Λέξη: σίγουρος
Σχετικές λέξεις: σίγουρος
είμαι σίγουρος, σίγουρος στα αγγλικά, σπύρος σίγουρος, σίγουρος συνωνυμα, σίγουρος αντώνυμα, σίγουρος γαλλικά
Συνώνυμα: σίγουρος
βέβαιος, ασφαλής, κάποιος, ορισμένος, πεπεισμένος, πεποιθώς
Μεταφράσεις: σίγουρος
σίγουρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
certain, confident, sure, not sure, unsure
σίγουρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ciertamente, seguro, cierto, certero, seguro de, asegurarse, Asegúrese, segura
σίγουρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
selbstsicher, sicherlich, bestimmt, sicher, vertrauend, souverän, gewiss, Sie sicher
σίγουρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sur, authentique, constant, quelque, certes, aucun, si, quelconque, fiable, confident, certainement, certain, sűr, positif, sûr, assurément, assurer, vous que
σίγουρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sicuro, baldanzoso, ovvio, certamente, certo, sicuramente, sicuri, assicurarsi, sicuro che
σίγουρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
certamente, indubitável, seguro, suprima, certo, com certeza, certeza
σίγουρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zelfbewust, bepaald, verzekerd, zelfverzekerd, stellig, vaststaand, gewis, vast, zeker, ervoor, ervoor dat, dat, zorgen
σίγουρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
верный, уверенный, безошибочный, надежный, определенный, беспроигрышный, безопасный, самоуверенный, урочный, доверчивый, бесспорный, конечно, уверен, уверены
σίγουρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
viss, trygg, sikker, at, sikker på, sikker på at, for at
σίγουρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
säker, förvissad, visst, viss, rejäl, säker på, till att, se till, Kontrollera
σίγουρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varma, jokin, eräs, yksi, erinäinen, luottavainen, pettämätön, tietyt, varmasti, Varmista
σίγουρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sikker, sikker på, Sørg, sørge for
σίγουρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ano, určitý, jakýsi, spolehlivý, zaručený, určitě, nějaký, jistě, důvěřující, zajištěný, důvěřivý, některý, důvěrník, bezpečný, jistý, jisti
σίγουρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niechybny, ufny, niejaki, pewny, wiarygodny, niezawodny, pewien, na pewno, z pewnością, upewnić
σίγουρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
biztos, meg arról, arról
σίγουρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belirli, muhakkak, güvenilir, kati, kesin, emin, sağlam, olun, emin olun, dikkat, ediniz
σίγουρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визначений, певний, упевнений, деякий, довірливий, впевнений, звичайно, звісно
σίγουρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sigurtë, caktuar, i sigurt, sigurte, te sigurte, sigurt, siguruar
σίγουρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сигурен, сигурни, уверите
σίγουρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вядома, канешне, канечне, конечно, зразумела
σίγουρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kindel, muidugi, vaieldamatu, teatud, veendunud, enesekindel, kindlasti, kindlad
σίγουρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eventualan, nesumnjiv, siguran, stanovitog, zacijelo, eventualna, svakako, pouzdan, povjerljiv, sigurni, li, bili sigurni, sigurno
σίγουρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vís, öruggur, viss, ákveðinn, viss um, úr skugga um, úr skugga, skugga
σίγουρος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
certus
σίγουρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikras, tikrai, tikri, Ar tikrai
σίγουρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārliecināts, protams, noteikts, noteikti, nešaubīgs, drošs, pārliecinātos, pārliecināti
σίγουρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сигурен, сигурни, дека, сигурни дека, сигурно
σίγουρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sigur, desigur, cert, vă, vă că
σίγουρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prepričan, prepričajte, prepričani
σίγουρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
určitý, zaručený, istý
Τυχαίες λέξεις