Нестаток στα ελληνικά
Μετάφραση: нестаток, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πορθμός, κακουχία, αναγκαιότητα, έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις
Μεταφράσεις
- віддалений στα ελληνικά - αποζημιώνω, αμείβω, πληρώνω, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, ...
- заломлення στα ελληνικά - διχοτομία, σπάσιμο, κάταγμα, θλάση, διάθλαση, διάθλασης, διαθλάσεως
- заспокоювати στα ελληνικά - κατευνάζω, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
- компетентність στα ελληνικά - αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
Τυχαίες λέξεις
Нестаток στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πορθμός, κακουχία, αναγκαιότητα, έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις
Μεταφράσεις: πορθμός, κακουχία, αναγκαιότητα, έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις