Λέξη: ξεπαγώνω
Συνώνυμα: ξεπαγώνω
λυώνω, τήκομαι, τήκω, αφαιρώ, λυώνω τον πάγο, κάνω απόψυξη
Μεταφράσεις: ξεπαγώνω
ξεπαγώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defrost, thaw, thawing, thawed
ξεπαγώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derretirse, deshelar, descongelar, deshielo, descongelación, descongelamiento, deshielo de
ξεπαγώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schneeschmelze, einschmelzung, auftauen, tauwetter, schmelze, tauen, Tauwetter, Auftau
ξεπαγώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dégeler, dissoudre, dégelez, liquéfier, décelant, fuser, résoudre, dégelons, dégel, fondre, fusion, dégivrer, décongélation, fonte, le dégel, décongeler
ξεπαγώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disgelare, fondere, sciogliere, disgelo, sgelare, scongelare, sgelo, thaw, il disgelo
ξεπαγώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tais, tão, custear, tal, degelar, descongelar, assim, degelo, descongelamento, thaw, descongele
ξεπαγώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dooien, wegsmelten, ontdooien, dooi, ontdooi, ontdooiing
ξεπαγώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потепление, оттаивать, таять, оттаять, размораживать, смягчение, подтаивать, оттепель, подтаять, таяние, оттепели, оттаивания
ξεπαγώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tøvær, tø, smelte, tine, tining, teleløsningen
ξεπαγώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tö, töa, upptinings, tining, töväder, islossning
ξεπαγώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sulatus, sulattaa, suojakeli, suoja, suojasää, sulaa, lauhtua, lauha, thaw
ξεπαγώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tø, optøning, tøvejr, tøbrud
ξεπαγώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozmrazovat, rozmrazit, odmrazit, rozmrznout, roztát, tání, roztavit, obleva, rozpouštět, tát, oteplení, rozmrazení, thaw
ξεπαγώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odwilż, odmrażać, rozpuszczać, rozmrażać, tajać, odmrozić, topnieć, topić, roztajać, roztopić, odmarzać, roztop, odtajać, odwilży, thaw, rozmrażania
ξεπαγώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
olvadás, olvadásnak, enyhülés, felolvasztás, felolvasztást
ξεπαγώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
erime, erimek, çözülme, çözme, eritme, çözünme
ξεπαγώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розтанути, відлига, танути, відлигу
ξεπαγώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkrij, shkrirje, tret, shkrirja, ngrohem
ξεπαγώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
размразяване, размразяването, затопляне, топене, затоплянето
ξεπαγώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адліга, адлігу, адлігі
ξεπαγώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sula, sulatamist, sulatamise, sulamise, sulatage
ξεπαγώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odmrznuti, topljenje, odlediti, otopiti, raskraviti, raskravljivanje, odmrzavanja
ξεπαγώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þíða
ξεπαγώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atodrėkis, atšilti, tirpimas, atolaidis, atlydys
ξεπαγώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atkust, atkausēt, atkusnis, kust, sasildīties
ξεπαγώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
затоплувањето, Зближувањето, одмрзнување, стопли, затоплија
ξεπαγώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezgheț, dezghet, decongelare, dezghețare, dezghețul
ξεπαγώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tát, odjuga, odjuge, topljenje, Topiti, odtalite
ξεπαγώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oteplení, odmäk, nastane odmäk, oteplenie
Τυχαίες λέξεις