Норовливий στα ελληνικά
Μετάφραση: норовливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανυπόμονος, διαθήκη, προαίρεση, θέληση, δύστροπος, ακυβέρνητο, δύστροπη, δύστροπο, στρεβλές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- доводить στα ελληνικά - προνοώ, παρέχω, παραστάσεις, δείχνει, επιδείξεις, εκπομπές, παρουσιάζει
- зникати στα ελληνικά - εξαφανίζονται, εξαφανιστούν, εξαφανιστεί, εξαφανίζεται, να εξαφανιστούν
- користувач στα ελληνικά - χρήστης, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
- кінематографічний στα ελληνικά - κινηματογραφικά, κινηματογραφικών, κινηματογράφου, κινηματογραφικής, κινηματογραφικό
Τυχαίες λέξεις
Норовливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανυπόμονος, διαθήκη, προαίρεση, θέληση, δύστροπος, ακυβέρνητο, δύστροπη, δύστροπο, στρεβλές
Μεταφράσεις: ανυπόμονος, διαθήκη, προαίρεση, θέληση, δύστροπος, ακυβέρνητο, δύστροπη, δύστροπο, στρεβλές