Προαίρεση στα ουκρανικά

Μετάφραση: προαίρεση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упертий, свавільний, умисний, норовливий, впертий, опція, параметр, опцію, функція
Προαίρεση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προαίρεση

προαίρεση σύμβασης, προαίρεση ετυμολογία, προαίρεση βικιπαιδεια, κακή προαίρεση, καλή προαίρεση, προαίρεση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προαίρεση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • προέλευση στα ουκρανικά - начало, започаткувало, походження, почало, доведений
  • προέρχομαι στα ουκρανικά - витягати, паща, знижуватися, відбуватись, постати, відбуватися, започаткувати, ...
  • προαγωγή στα ουκρανικά - просування, продвижение, поступ
  • προαύλιο στα ουκρανικά - дзявкання, зовнішній, відкритий
Τυχαίες λέξεις
Προαίρεση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: упертий, свавільний, умисний, норовливий, впертий, опція, параметр, опцію, функція