Λέξη: προικίζω

Συνώνυμα: προικίζω

χαρίζω, περιβάλλω

Μεταφράσεις: προικίζω

προικίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
endow, dower, indue

προικίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dote, dower, la dote, ganancial, de Dower

προικίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Mitgift, Witwen, dower, Brautgabe, Morgengabe

προικίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doter, dotent, dotez, douer, gratifier, munir, équiper, dotons, dot, douaire, la dot, dower, le douaire

προικίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
doario, dower, dote, la dote, in dote

προικίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
endossante, dotar, dote, Dower, dom natural, o dote, da viúva

προικίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meegeven, begiftigen, bruidschat, Dower, bruidsschat, huwelijksgift, talent

προικίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жертвовать, наделять, облечь, завещать, облекать, наделить, оделять, одарять, приданое, Приданное, Дауэр, Dower, Довер

προικίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
medgift, giftet, Dower, tilhørte, hjemmegiftet

προικίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hemgift, Dower, hemgiften, Morgongåva

προικίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rahoittaa, lahjoittaa, varustaa, Dower, Huomenlahja, Dover, julkaisussa Dover

προικίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Dower, medgift, enkesæde for, enkesæde, af Dower

προικίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vybavit, dotovat, obdařit, obdarovat, věno, Dower, vdovský podíl, vdovské, obdaroval

προικίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obdzielać, obdarowywać, zaopatrzyć, wyposażać, obdarzać, fundować, obdarować, wiano, wyposażyć, Dower, posag, uposażyć

προικίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
éket illeszt, Dower, özvegyi, hozomány, Dower és

προικίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çeyiz, Dower, drahoma, yetenek, kabiliyet

προικίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заповісти, наділяти, обдаровувати, заповісте, придане, посаг

προικίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prikë, talent, dhunti, trashëgimi e vejushës, pajis me prikë

προικίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зестра, Dower, Дауър, дарение, наследствен дял на вдовица

προικίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пасаг, прыданае, пасагу, пасаг яго

προικίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaasavaraks andma, Dower, kaasavara

προικίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obdariti, pokloniti, udovički dio zaostavštine, ostaviti nasljedstvo udovici, Dower, miraz, Dower i

προικίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Dower

προικίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kraitis, Palikti palikimą, apdovanoti talentu, duoti kraitį, našlės dalis

προικίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pūrs, dotības, atraitnes daļa, apveltīt, atstāt mantojumu

προικίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
dower

προικίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zestre, dower, zestrea, de zestre, talent

προικίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obdarovat, Dower

προικίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veno
Τυχαίες λέξεις