Λέξη: ουσία
Σχετικές λέξεις: ουσία
ουσία εστιατόριο, ουσία σε σαμπουάν και καλλυντικά μπλοκάρει τα νευρικά κύτταρα, ουσία dca, ουσία συνώνυμα, ουσία p, ουσία αστρεσίνη-β, ουσία gbl, ουσία ραπαμυκίνη, ουσία κως, ουσία των πυρήνων των κυττάρων
Συνώνυμα: ουσία
όζος, κόμβος, κόμπος, όγκος, ουσία υπόθεσης, κύριο μέρος, ψίχα, εντεριώνη, μυελός φυτού, σθένος, γεύση, υπόληψη, άρωμα, οντότητα, ύπαρξη, μυελός οστέων, μεδούλι, ύλη, ζήτημα, υπόθεση, πράγμα, ενδιαφέρο, φύση, χαρακτήρας, ιδιότητα, μύρο, αιθέριο έλαιο, απόσταγμα, λεπτή διαφορά, δύναμη, πραγματικότητα, υπόσταση, περιουσία, πραγματικότης, περιεχόμενο, πεμπτουσία, αιθήρ
Μεταφράσεις: ουσία
ουσία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
essence, substance, matter, substance is, essentially
ουσία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
núcleo, ser, miga, esencia, sustancia, materia, jugo, sustancias, substancia, de sustancias, fondo
ουσία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wesen, parfüm, substanz, stoff, kern, inhalt, wesentliche, quintessenz, essenz, materie, kerne, Stoff, Substanz, Stoffes
ουσία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sujet, extrait, contenu, noyau, fortune, fond, possession, domaine, bien, être, matière, corps, substance, subsonique, fondement, parfum, substances, la substance
ουσία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sostanza, materia, essenza, seme, nucleo, sostanze, principio, merito
ουσία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
essência, especial, cerne, perfume, substância, núcleo, subsídio, matéria, caroço, sobretudo, âmago, substâncias, conteúdo, de substâncias
ουσία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
essentie, geur, pit, odeur, kern, zelfstandigheid, materie, essence, parfum, spul, goedje, wezen, stof, substantie, inhoud, stoffen, bestanddeel
ουσία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
действительность, естество, реальность, имущество, суть, субстанция, плотность, существование, состояние, нутро, аромат, сущность, существо, твердость, содержание, материя, вещество
ουσία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjerne, vesen, substans, stoff, essens, materie, stoffet, substansen
ουσία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stoff, ämne, substans, ämnet, substansen, ämnen
ουσία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parfyymi, tarvike, hajuvesi, ydin, olemus, aine, pääosa, sisältö, viesti, esanssi, aihe, keskus, uute, aineen, ainetta, aineelle, aineesta
ουσία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kerne, essens, stof, stoffet, stoffer, substans
ουσία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jmění, výtažek, bytí, podstata, esence, základ, hmota, statek, jádro, látka, substance, látky, látku, látkou
ουσία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
istota, wyciąg, treść, sedno, sens, majątek, esencja, meritum, substancja, gramatura, podstawa, posiadłość, substancji, substancję, substancją
ουσία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
anyag, anyagot, anyagnak, anyagok, anyaggal
ουσία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özdek, konu, parfüm, öz, madde, varlık, cevher, töz, maddenin, maddesi, maddedir, bir madde
ουσία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
екстракт, зміст, суть, твердість, сутність, густина, істота, субстанція, речовина, речовину, речовини
ουσία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
substancë, substanca, substance, substancë e, substancë të
ουσία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
субстанция, вещество, веществото, вещества
ουσία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
матерыя, рэчыва, рэчыва з
ουσία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aine, olemus, ollus, materjal, tuum, iva, ainet, sisu, ainete, sisuliselt
ουσία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bit, imanje, bitnost, suština, miris, supstanca, sadržajem, jezgro, supstancu, tvar, tvari, supstancija, supstance
ουσία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efni, efnið, innihaldsefnið, efni sem, efninu
ουσία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
substantia
ουσία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
esmė, branduolys, kvepalai, medžiaga, medžiagos, cheminė medžiaga, medžiagą
ουσία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kodols, būtība, smaržas, galvenais, viela, vielu, vielas, vielai
ουσία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
супстанција, супстанца, материја, супстанцата, супстанцијата
ουσία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
parfum, esenţă, substanță, substanțe, substanței, substanța, substanta
ουσία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
esence, základ, jádro, snov, snovi, učinkovina
ουσία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
základ, podstata, hmota, bytí, substancie, substancia, látky, látka, substance
Στατιστικά δημοτικότητας: ουσία
Τυχαίες λέξεις