Носилки στα ελληνικά
Μετάφραση: носилки, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τύμβος, σκουπίδια, απορριμμάτων, στρωμνή, απορριμάτων, στρωμνής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- викачування στα ελληνικά - αποπληθωρισμός, ξεφούσκωμα, αντιπληθωρισμός, αποπληθωρισμού, αποπληθωρισμό
- застосування στα ελληνικά - εργασία, εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
- злуку στα ελληνικά - σύνθετος, συγκολλώ, επιδεινώνω, δεσμός, σύνθεση, έκθεση, σύνδεσμος, ...
- зрадливий στα ελληνικά - αναληθής, ψευδής, ψεύτικος, μεταβλητός, μεταβλητή, μεταβλητής, μεταβλητό, ...
Τυχαίες λέξεις
Носилки στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τύμβος, σκουπίδια, απορριμμάτων, στρωμνή, απορριμάτων, στρωμνής
Μεταφράσεις: τύμβος, σκουπίδια, απορριμμάτων, στρωμνή, απορριμάτων, στρωμνής