Λέξη: κεντρικός

Σχετικές λέξεις: κεντρικός

κεντρικός σύνδεσμος θύρα 13, κεντρικός τομέας περιφέρειας αττικής, κεντρικός φορέας ισότιμης κατανομής βαρών, κεντρικός υποθυρεοειδισμός, κεντρικός φλεβικός καθετήρας, κεντρικός στίβος εγκαταστάσεων ε.α.κ.ν. αγ. κοσμά, κεντρικός πεζόδρομος ναύπλιο, κεντρικός τομέας αθηνών, κεντρικός τραπεζίτης της αμερικής, κεντρικός κλιματισμός

Συνώνυμα: κεντρικός

εστιακός, επίκεντρος, ζωτικός

Μεταφράσεις: κεντρικός

κεντρικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
central, pivotal, main, a central, host

κεντρικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
céntrico, central, centro, centro de, el centro, el centro de

κεντρικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zentrale, grundlegend, zentral, zentralen, Mittel

κεντρικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
magistral, principal, médian, central, fondamental, capital, cardinal, essentiel, moyen, centrale, centre, centre de, le centre

κεντρικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
centrale, centro, centro di, centralizzato, centrale di

κεντρικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
central, centro, centro de, Central de, centrais

κεντρικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
centrale, middelste, fundamenteel, centraal, Central, centrum, centrum van

κεντρικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
центральный, центровой, фундаментальный, основополагающий, основной, средний, главк, серединный, главный, узловой, центральное, центральная, центральной, центрального

κεντρικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sentral, sentralt, sentrale, sentralvarme

κεντρικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
central, centrala, centralt, centralvärme

κεντρικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perusteellinen, keskeinen, perus-, keskus, keskustassa, Keski, keskuslämmitys

κεντρικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
central, centrale, centralt, centrum, det centrale

κεντρικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
středový, střední, ústřední, ústředna, centrální, hlavní, střední a, ústředním

κεντρικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
środkowy, stołeczny, centralka, główny, ośrodkowy, centralny, centralne, centralnego

κεντρικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
központi, Közép, Central, központjától

κεντρικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esaslı, merkezi, merkez, merkezinden, merkezi bir, orta

κεντρικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
центральний, центрального

κεντρικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qendror, qendrore, qëndrore, qëndror, qendrore e

κεντρικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
централен, централната, Централна, централно, централния

κεντρικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цэнтральны, Цэнтральная, Центральный

κεντρικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keskne, kesksaatejaam, tsentraalne, keskse, keskset

κεντρικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
središnja, središnje, ključni, srednja, osnovni, vodeći, srednje, središnjeg, središnji, Central, centralno

κεντρικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Mið, miðlægur, Miðverðir, miðlæga

κεντρικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
medius

κεντρικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
centrinis, centrinė, centrinės, centrinio, centrinius

κεντρικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galvenais, centrālā, centrālo, centrālās, centrālais

κεντρικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
централната, централно, централна, централниот, централните

κεντρικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fundamental, central, centrală, centrale, pe centru, centrala

κεντρικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
centrální, osrednji, centralno, central, centralni, centralna

κεντρικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlavní, centrálne, centrálnej, centrálna, centrálny, centrálnou

Στατιστικά δημοτικότητας: κεντρικός

Τυχαίες λέξεις