Ніяково στα ελληνικά
Μετάφραση: ніяково, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άβολα, ενοχλούνται απέναντι, να νιώθουν άβολα, νιώθουν άβολα, ανήσυχη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верховина στα ελληνικά - κορυφή, ορεινός, ορεινή χώρα, Highland, ορεινών, ορεινών περιοχών
- добиватися στα ελληνικά - κατορθώνω, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, επιτευχθεί
- засвоєння στα ελληνικά - αφομοίωση, πέψη, χώνεψη, μάθηση, μάθησης, εκμάθησης, εκμάθηση, ...
- махання στα ελληνικά - κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
Τυχαίες λέξεις
Ніяково στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άβολα, ενοχλούνται απέναντι, να νιώθουν άβολα, νιώθουν άβολα, ανήσυχη
Μεταφράσεις: άβολα, ενοχλούνται απέναντι, να νιώθουν άβολα, νιώθουν άβολα, ανήσυχη