Λέξη: ανακουφίζω

Σχετικές λέξεις: ανακουφίζω

ανακουφίζω συνώνυμο, ανακουφίζω συνώνυμα

Συνώνυμα: ανακουφίζω

ευκολύνω, ελαφρύνω, ησυχάζω, κατευνάζω, μετριάζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω, αντικαθιστώ, απαλλάσσω, ξεκουράζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω, πραΰνω, ελαφρώνω, ξεφορτώνω

Μεταφράσεις: ανακουφίζω

ανακουφίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
relieve, allay, alleviate, comfort, unburden, disburden, palliate

ανακουφίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
libertar, aliviar, desahogar, librar, sosegar, aligerar, comodidad, confort, consuelo, la comodidad, el confort

ανακουφίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
retten, erleichtern, schützen, Komfort, bequem, Bequemlichkeit

ανακουφίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
atténuer, étioler, affadir, énerver, ralentir, lénifier, allégeons, amortir, pallier, mitiger, assoupir, adoucir, pacifier, radoucir, préserver, sauver, confort, le confort, de confort, un confort, réconfort

ανακουφίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alleviare, sopire, comfort, comodità, il comfort, conforto, di comfort

ανακουφίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
são, suavizar, render, economizar, salvar, aliviar, conforto, o conforto, de conforto, comodidade, consolo

ανακουφίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezuinigen, uitzuinigen, besparen, bewaren, redden, uitwinnen, behouden, behoeden, bergen, uitsparen, comfort, troost, Comfort van, Comfort van de, het comfort

ανακουφίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спасать, пособлять, заступать, деблокировать, сменять, смягчать, выступать, облегчать, ослаблять, смягчить, освобождать, выручать, уменьшать, выплакать, успокаивать, увольнять, комфорт, Comfort, комфорта, удобство, удобства

ανακουφίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
komfort, trøst, komforten, Comfort

ανακουφίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lindra, komfort, Comfort, bekvämlighet, komforten

ανακουφίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
helpottaa, laukaista, auttaa, pelastaa, tyynnyttää, poistaa, rauhoittaa, helpottua, sammuttaa, varjella, säästää, mukavuus, Comfort, mukavuutta, mukavuuden, mukavasti

ανακουφίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
komfort, Comfort, komforten, trøst

ανακουφίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osvobodit, zprostit, pomoci, zmenšit, zlehčit, odlehčit, uklidnit, zbavit, utlumit, utěšit, tišit, vystřídat, zmírnit, oslabit, ulehčit, pomoct, pohodlí, komfort, komfortní, komfortu, potěšuj

ανακουφίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ulżyć, zwalniać, zaspokajać, osłabić, uśmierzać, złagodzić, zastąpić, luzować, uspakajać, uśmierzyć, zluzować, zwolnić, uciszyć, rozpraszać, uspokoić, zastępować, komfort, wygoda, pociecha, pocieszenie, komfortu

ανακουφίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kényelem, kényelmet, komfort, kényelmes, kényelmét

ανακουφίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurtarmak, azaltmak, konfor, Comfort, konforu, rahatlık, rahat

ανακουφίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переміна, ослабляти, рельєфність, зміна, послаблювати, визволення, заспокойте, контраст, зменшувати, комфорт, комфорту

ανακουφίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rehati, ngushëllim, komoditetin, komoditet, ngushëllimi

ανακουφίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
облегната, комфорт, удобство, удобства, комфорта, уют

ανακουφίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
камфорт

ανακουφίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leevendama, vaigistama, kergendama, mugavus, Comfort, mugavuse, mugavust, mugavalt

ανακουφίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ublažiti, umanjiti, olakšati, izbaviti, umiriti, smanjiti, otpustiti, iskorijeniti, udobnost, utjeha, komfor, Comfort, udobnost sobe

ανακουφίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þægindi, Comfort, herbergis, huggun

ανακουφίζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
levo, sedo

ανακουφίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
komfortas, Comfort, komfortą, komfortiškos, patogumas

ανακουφίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
komforts, komfortu, komforta, comfort, Zīmola Comfort

ανακουφίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
удобност, комфор, комфорт, удобноста, утеха

ανακουφίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uşura, confort, confortul, de confort, un confort, comfort

ανακουφίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zmignit, udobje, comfort, udobnost, udobja, udobne

ανακουφίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohodlie, pohodlia, pohodlí, komfort, pohodliu
Τυχαίες λέξεις