Об'єднуватися στα ελληνικά

Μετάφραση: об'єднуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοποιώ, συνδυάζω, συνενώνω, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
Об'єднуватися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безпутний στα ελληνικά - ομοφυλόφιλος, gay, Φιλικό προς τους, γκέι, Φιλικό προς
  • гідролітак στα ελληνικά - υδροπλάνο, υδροπλάνου, με υδροπλάνο, seaplane
  • квиток στα ελληνικά - εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, με εισιτήρια για, με εισιτήρια
  • креповий στα ελληνικά - κρεπ, crapy
Τυχαίες λέξεις
Об'єднуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοποιώ, συνδυάζω, συνενώνω, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη