Обдумувати στα ελληνικά
Μετάφραση: обдумувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισορροπία, μπουκαπόρτα, εκκολάπτομαι, άνοιγμα, ισοζύγιο, πλάστιγγα, επωάζω, ζυγαριά, αναλογιστούν, σκεφτείς, συλλογιστούν, συλλογιστεί, αναρωτηθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акумулятор στα ελληνικά - μπαταρία, συστοιχία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή
- властивою στα ελληνικά - συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
- глузд στα ελληνικά - αίσθημα, νόημα, αισθάνομαι, σωφροσύνη, αίσθηση, έννοια, την έννοια
- калічити στα ελληνικά - ανάπηρος, σκοτσέζος, ουίσκι, αχρηστεύω, απενεργοποιώ, αποτρέπω, νευροκοπώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Обдумувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισορροπία, μπουκαπόρτα, εκκολάπτομαι, άνοιγμα, ισοζύγιο, πλάστιγγα, επωάζω, ζυγαριά, αναλογιστούν, σκεφτείς, συλλογιστούν, συλλογιστεί, αναρωτηθεί
Μεταφράσεις: ισορροπία, μπουκαπόρτα, εκκολάπτομαι, άνοιγμα, ισοζύγιο, πλάστιγγα, επωάζω, ζυγαριά, αναλογιστούν, σκεφτείς, συλλογιστούν, συλλογιστεί, αναρωτηθεί