Εκκολάπτομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: εκκολάπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
народжуватись, ґрати, заслінка, обдумувати, люк
Εκκολάπτομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκκολάπτομαι

εκκολάπτομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εκκολάπτομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εκκλησία στα ουκρανικά - храм, церкву, церковний, церква, церкви, Церковь
  • εκκλησίασμα στα ουκρανικά - скупчення, збори, паства, зібрання, сходка, зборів
  • εκκρίνω στα ουκρανικά - ховати, укривати, трансляція, виділити, виділяти, виділіться, виділіть, ...
  • εκκρεμότητα στα ουκρανικά - припинення, невідомості, призупинення, чекання, невідомість, невідомого
Τυχαίες λέξεις
Εκκολάπτομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: народжуватись, ґрати, заслінка, обдумувати, люк