Обмовка στα ελληνικά
Μετάφραση: обмовка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφεδρικός, παρακρατώ, εφεδρεία, παρακαταθήκη, ολίσθημα της γλώσσας, μπέρδεμα της γλώσσας, παραδρομής, γλίστρημα της γλώσσας, γλωσσικό λάθος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ветхий στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, τρελός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
- екзекутор στα ελληνικά - δήμιος, εκτελεστή, εκτελεστής, δήμιο, δημίου
- змінний στα ελληνικά - μεταβλητός, μεταβλητή, μεταβλητής, μεταβλητό, μεταβλητού
- кооперація στα ελληνικά - συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, η συνεργασία
Τυχαίες λέξεις
Обмовка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφεδρικός, παρακρατώ, εφεδρεία, παρακαταθήκη, ολίσθημα της γλώσσας, μπέρδεμα της γλώσσας, παραδρομής, γλίστρημα της γλώσσας, γλωσσικό λάθος
Μεταφράσεις: εφεδρικός, παρακρατώ, εφεδρεία, παρακαταθήκη, ολίσθημα της γλώσσας, μπέρδεμα της γλώσσας, παραδρομής, γλίστρημα της γλώσσας, γλωσσικό λάθος