Λέξη: σκάμμα

Σχετικές λέξεις: σκάμμα

σκάμμα για παιδια, σκάμμα άμμου, σκάμμα μετάφραση

Συνώνυμα: σκάμμα

λάκκος, λατομείο, νταμάρι, πλατεία θέατρου, πυρήν

Μεταφράσεις: σκάμμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sandpit, pit, trench, sandpits, the pit
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pozo, hoyo, fosa, foso, pit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sandkasten, Grube, Boxen, pit
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sablière, sablonnière, carrière, fosse, puits, pit, trou, à ciel
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fossa, buca, pit, box, cava
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cova, fosso, poço, pit, buraco
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pit, kuil, put, gracht, pits
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
песочница, яма, яму, пит, карьер
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pit, gropen, grop, grav
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grop, pit, gropen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuoppa, kuoppaan, pit, kuopan, kaivoon
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pit, grube, hul, grav, graven
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pískovna, jáma, Pit, jámy, důl, boxech
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
piaskownica, dół, szyb, pit, wgłębienia, pestki
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gödör, pit, aknás, gödörbe, akna
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çukur, pit, çukuru, ocak, çukurun
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пісочниця, яма, яму
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pit, gropë, gropë e, gropa, gropë të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
яма, ров, шахта, рудник, изкоп
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
яма, яміна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liivakast, liivakarjäär, liivaauk, auk, pit, auku, kaevu, šahti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jama, pit, jamu, jami, rupa
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hola, gröf, Pit, gryfjan, gryfju
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
duobė, duobę, duobės, duobių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bedre, bedres, pit, karjers, kauliņa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јама, јамата, пит, ров, дупка
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
groapă, groapa, pit, carieră, groapă de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pit, jama, jamo, jame, koščični
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jama, jáma, jamy
Τυχαίες λέξεις