Обов'язку στα ελληνικά

Μετάφραση: обов'язку, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπεύθυνος, αρμόδιος, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό, καθήκον
Обов'язку στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • воші στα ελληνικά - ψείρες, ψειρών, τις ψείρες, οι ψείρες, ψείρας
  • врешті-решт στα ελληνικά - τελικά, Τέλος, επιτέλους
  • дуга στα ελληνικά - φιόγκος, τόξο, αψίδα, κυρτώνω, περιστόμιο, χείλος, άκρη, ...
  • зговірливість στα ελληνικά - ευλύγιστος, υπόλογο, επιδεκτικότητά, η επιδεκτικότητά, επιδεκτικότητά του, η επιδεκτικότητά του
Τυχαίες λέξεις
Обов'язку στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπεύθυνος, αρμόδιος, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό, καθήκον