Αρμόδιος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αρμόδιος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надійність, обов'язку, обов'язки, зобов'язання, компетентний, компетентного, компетентна, компетентне, компетентну
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρμόδιος
αρμόδιος συνώνυμα, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, αρμόδιος τσιβάς, αρμόδιος αντωνυμο, αρμόδιος δρίκος, αρμόδιος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αρμόδιος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αρμοδιότητα στα ουκρανικά - забезпечення, компетенція, область, сфера, маєток, володіння, уміння, ...
- αρμονία στα ουκρανικά - співзвуччя, злагода, єдність, згуртованість, злагоду, згода, згоду, ...
- αρμόζω στα ουκρανικά - клопотання, стають, случатися, стати, годитися, прохання, костюм, ...
- αρμόζων στα ουκρανικά - монтаж, монтажу
Τυχαίες λέξεις
Αρμόδιος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: надійність, обов'язку, обов'язки, зобов'язання, компетентний, компетентного, компетентна, компетентне, компетентну
Μεταφράσεις: надійність, обов'язку, обов'язки, зобов'язання, компетентний, компетентного, компетентна, компетентне, компетентну