Обтяжуватися στα ελληνικά

Μετάφραση: обтяжуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραφορτώνω, επιβαρύνονται, επιβαρυνθεί, επιβαρύνεται, βαρύνεται, επιβάρυναν
Обтяжуватися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • емоційний στα ελληνικά - συναισθηματικός, συναισθηματική, συναισθηματικές, συναισθηματικό, συναισθηματικής, συναισθηματικά
  • зворушливий στα ελληνικά - κίνηση, κινούμενος, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται
  • книжечка στα ελληνικά - βιβλιάριο, φυλλάδιο, φυλλαδίου, βιβλιαράκι, βιβλιαρίου
  • маклер στα ελληνικά - μεσίτης, χρηματομεσίτης, έμπορος, Broker, μεσίτη, χρηματιστή, χρηματιστές
Τυχαίες λέξεις
Обтяжуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραφορτώνω, επιβαρύνονται, επιβαρυνθεί, επιβαρύνεται, βαρύνεται, επιβάρυναν