Обтяжуватися στα ελληνικά
Μετάφραση: обтяжуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραφορτώνω, επιβαρύνονται, επιβαρυνθεί, επιβαρύνεται, βαρύνεται, επιβάρυναν
![Обтяжуватися στα ελληνικά Обтяжуватися στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-11892.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- емоційний στα ελληνικά - συναισθηματικός, συναισθηματική, συναισθηματικές, συναισθηματικό, συναισθηματικής, συναισθηματικά
- зворушливий στα ελληνικά - κίνηση, κινούμενος, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται
- книжечка στα ελληνικά - βιβλιάριο, φυλλάδιο, φυλλαδίου, βιβλιαράκι, βιβλιαρίου
- маклер στα ελληνικά - μεσίτης, χρηματομεσίτης, έμπορος, Broker, μεσίτη, χρηματιστή, χρηματιστές
Τυχαίες λέξεις
Обтяжуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραφορτώνω, επιβαρύνονται, επιβαρυνθεί, επιβαρύνεται, βαρύνεται, επιβάρυναν
Μεταφράσεις: παραφορτώνω, επιβαρύνονται, επιβαρυνθεί, επιβαρύνεται, βαρύνεται, επιβάρυναν