Λέξη: ακοινώνητος

Σχετικές λέξεις: ακοινώνητος

ειμαι ακοινώνητος, ακοινώνητος λεξικο, ακοινώνητος ορισμος, ακοινώνητος συνωνυμο, ακοινώνητος συνωνυμα

Συνώνυμα: ακοινώνητος

ντροπαλός, άτολμος, ελλιπής, δειλός, συνεσταλμένος

Μεταφράσεις: ακοινώνητος

ακοινώνητος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unsociable, unsocial, shy

ακοινώνητος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insociable, huraño, esquivo, poco sociable, unsociable

ακοινώνητος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
menschenscheu, kontaktarm, ungesellig, unsociable, ungeselligen

ακοινώνητος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antisociable, farouche, sauvagerie, insociable, peu sociable, sociable, insociables

ακοινώνητος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insocievole, unsociable, asociale, poco socievole, socievole

ακοινώνητος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insociável, unsociable, arredio, pouco sociável

ακοινώνητος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongezellig, unsociable, ongebruikelijke, mensenschuw, asociaal

ακοινώνητος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неуживчивый, необщительный, сдержанный, малообщительный, необходительный, нелюдимый, нелюдимым, нелюдим, необщительным

ακοινώνητος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uselskapelig, usosial, lite omgjengelig

ακοινώνητος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
unsociable, OSÄLLSKAPLIG, osocial

ακοινώνητος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juro, syrjään vetäytyvä, epäsosiaalinen, unsociable, lähinnä syrjäänvetäytyväksi, epäsosiaalisen

ακοινώνητος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
asocial, unsociable, usociale, asociale, uselskabelig

ακοινώνητος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nespolečenský

ακοινώνητος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nietowarzyski, unsociable

ακοινώνητος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zárkózott, összeférhetetlen, emberkerülő, barátságtalan

ακοινώνητος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekingen, unsociable, candidly, asosyal, insanlardan uzak durmak

ακοινώνητος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
некомпанійський, відлюдний, нелюдимий, відлюдькуватий, відлюдкуватий, вовчкувате

ακοινώνητος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mbyllur, paafrueshëm, i paafrueshëm, pashoqëruar, i pashoqëruar

ακοινώνητος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
необщителен, сдържан, необщителни, стеснявам, саможив

ακοινώνητος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нелюдзімы, нечуваны, дзіклівы

ακοινώνητος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seltsimatu, eraklik, eraklikuks, kunnatu, Kõrvale vetäytyvä

ακοινώνητος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedruštven, nedruštvenim, unsociable, nesocijalan, nedruževan

ακοινώνητος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unsociable

ακοινώνητος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užsidaręs, nemėgstantis draugijos, nevisuomeniškas, Nietowarzyski, nedraugingas

ακοινώνητος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nesabiedrisks

ακοινώνητος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
unsociable

ακοινώνητος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nesociabil, nesociabili, nesociabilă, sălbatic

ακοινώνητος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nedružaben, nedruštven, Nesocijalan

ακοινώνητος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nespoločenský, nevhodný
Τυχαίες λέξεις