Оголювати στα ελληνικά

Μετάφραση: оголювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απογυμνώνω, γυμνός, γυμνά, γυμνό, γυμνή, γυμνού
Оголювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автопортрет στα ελληνικά - αυτοπροσωπογραφία, αυτοπροσωπογραφίας, αυτοπορτρέτο
  • вимотати στα ελληνικά - κουράζω, κουράζομαι, ξεφτώ, τρίβω, ξέφτια
  • грабуйте στα ελληνικά - βία, βία για να, βίας στις, βίας για, βία για
  • епігон στα ελληνικά - επίγονο
Τυχαίες λέξεις
Оголювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απογυμνώνω, γυμνός, γυμνά, γυμνό, γυμνή, γυμνού